ἀμητήριον

ἀμητήριον
ἀμ-ητήριον, τό,
A sickle, Max.Tyr.30.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμητήριον — ἀμητήριον, το (Α) [ἀμῶ] εργαλείο θερισμού, δρεπάνι, κοσιά …   Dictionary of Greek

  • ἀμητηρίων — ἀμητήριον sickle neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”